- ἐνηφανίσθη
- ἐν-ἀφανίζωmake unseenaor ind pass 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναφανίζω — ἐναφανίζω (Α) 1. ενεργ. χάνω, αποβάλλω («νεότητα ἐναφανίσας ταῇ ματαιοπονίᾳ», Βασίλ.) 2. (συνηθέστ. το μέσ.) εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι μέσα σε κάτι («οὐ παντάπασιν αὐταῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσθη», Πλούτ.) … Dictionary of Greek